αβολεψιά
Смотреть что такое "αβολεψιά" в других словарях:
αβολεσιά — αβολεσιά, η και αβολεψιά, η έλλειψη ευκολίας, άνεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβολεσιά — αβολεσιά, η και αβολεψιά, η έλλειψη ευκολίας, άνεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)